- άνω
- (I)ἄνω (Α)1. διανύω, τελειώνω2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές].————————(II)(Α ἄνω) επίρρ.1. επάνω2. προς το εσωτερικό μιας χώρας ή περιοχής («άνω Δούναβις», «άνω Αίγυπτος» κ.λπ., σε αντίθεση με: «κάτω Δούναβις», «κάτω Αίγυπτος»)αρχ.«τὰ ἄνω Ἀσίης» ή «ἄνω Ἀσία» — το εσωτερικό της Ασίας (Ηρόδ.)3. φρ. «μας έκανε άνω-κάτω» — δημιούργησε σύγχυση, «έκανε το σπίτι άνω -κάτω» — δημιούργησε ακαταστασίααρχ.«ἄνω κάτω συγχεῑν, στρέφειν, τίθεσθαι» — τα κάνω άνω -κάτω, προκαλώ σύγχυσηνεοελλ.1. ο «άνω όροφος, τα άνω άκρα» κ.λπ., σε αντίθεση με τα «ο κάτω όροφος, τα κάτω άκρα»2. (με γεν. αριθμ.) περισσότερο από («άνω των πέντε ετών»3. φρ. «είναι άνω ποταμών» — είναι εξωφρενικό, παράλογοαρχ.1. προς τα επάνω (με ρήματα που φανερώνουν κίνηση)2. προς το εσωτερικό μιας χώρας3. φρ. «ἄνω ἀναπλεῑν» — να πλέει κανείς αντίθετα προς το ρεύμα4. ψηλά, επάνω5. στον επάνω κόσμο, των ζωντανών (σε αντίθεση με τον κάτω κόσμο, των νεκρών)6. «οἱ ἄνω» — οι ζωντανοί, σε αντίθεση με το «οἱ κάτω», δηλ. οι νεκροί7. φρ. «τὰ ἄνω πράγματα» — ο επάνω κόσμος, των ζωντανών8. φρ. «οἱ ἄνω θεοί» — οι θεοί που βρίσκονται στον ουρανό9. στο επάνω μέρος της πόλης των Αθηνών, δηλ. στην Πνύκα10. φρ. «ἡ ἄνω βουλή» — ο Άρειος Πάγος11. «οἱ ἄνω» — αυτοί που βρίσκονται σε ψηλότερη θέση12. φρ. «τὸ ἄνω τῆς οἰκίας» — σε αντίθεση με τα θεμέλια13. φρ. «ὁ ἄνω τόπος» — τα ορεινά μέρη14. προς βορρά15. (για το ανθρώπινο σώμα) «τὰ ἄνω» — το μέρος του σώματος από τον ομφαλό και επάνω16. φρ. «ἡ ἄνω ὁδός» — η οδός που βρίσκεται στο εσωτερικό χώρας17. φρ. «ἡ ἄνω πόλις» — σε αντίθεση με τον Πειραιά18. φρ. «ὁ ἄνω βασιλεύς» — ο βασιλιάς της Περσίας19. (για χρόνο) πριν, στο παρελθόν20. «οἱ ἄνω» — οι αρχαίοι πρόγονοι21. ανωτέρωγια χωρίο που προηγήθηκε σε σύγγραμμα22. (για τόνους φωνής) «οἱ ἄνω τόνοι» — σε αντίθεση με τους κάτω τόνους23. μτφ. φρ. «ἄνω βαίνειν» — υπερήφανο βάδισμα24. φρ. «ἄνω καὶ κάτω» ή «ἄνω κάτω» — πέρα δώθε, εδώ και εκεί25. φρ. «ἄνω και κάτω μεταβάλλειν ἤ μεταβάλλεσθαι» — το να περιστρέφει κάποιος κάτι με όλους τους τρόπους στο μυαλό του, το να βρίσκεται σε απορία, αμηχανία26. φρ. «ἄνω ἔχω τὸ πνεῡμα» — ασθμαίνω27. (ως πρόθ.) υπεράνω28. (συγκρ. βαθμ.) ανωτέρωψηλότερα, περαιτέρω, πάνω από κάτι, πέρα από κάτι (πρβλ. ανώτερος)29. (υπερθ. βαθμ.) ἀνωτάτω (με άρθρο)ο ύψιστος (πρβλ. ανώτατος).[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ανά*, που χρησιμοποιείται συνήθως ως επίρρ. και σπάνια ως πρόθεση (πρβλ. ούτω, κάτω, κ.ά.). Σε αντίθεση προς το ανά, η χρήση του στη σύνθεση είναι σπάνια και μεταγενέστερη.ΠΑΡ. άνωθεν, ανώτερος, ανώτατος.ΣΥΝΘ. αρχ. ανώγαιον (-γεον)].
Dictionary of Greek. 2013.